γλύτωμα

γλύτωμα
το και γλυτωμός, ο [γλυτώνω]
1. απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση
2. αποπεράτωση (κάποιου έργου)
3. (για χρέος) απαλλαγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκφυγή — η (Α ἐκφυγή) 1. η (λαθραία) διαφυγή, φυγή, διολίσθηση 2. διάσωση, γλύτωμα, γλυτωμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”